κιβώριο

κιβώριο
το
ο θολωτός όροφος πάνω από την Αγία Τράπεζα, το κουβούκλιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιβώριο — Μνημειακό επιστέγασμα της Αγίας Τράπεζας των ιερών. Καθιερώθηκε στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές πιθανώς κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Το κ. ήταν συνήθως μια ημισφαιρική οροφή, συχνά διακοσμημένη στο εσωτερικό με άστρα και υποβασταζόμενη από… …   Dictionary of Greek

  • θυσιαστήριο — Η τράπεζα ή ο βωμός (βλ. λ.) για την τέλεση της θυσίας στην αρχαία λατρεία. Στη χριστιανική λατρεία, θ. ονομάζεται η Αγία Τράπεζα στη μέση του Άγιου Βήματος, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα θ. ήταν κατασκευασμένα… …   Dictionary of Greek

  • ορόφιο — το (Μ ὀρόφιον) [οροφή] κιβώριο, κουβούκλιο τοποθετημένο πάνω στην Αγία Τράπεζα …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνητάρι(ο) — το / προσκυνητάριον, ΝΜ βιβλίο το οποίο περιέχει περιγραφές ιερών προσκυνημάτων («το προσκυνητάρι τού Αγίου Τάφου») νεοελλ. 1. εκκλ. έπιπλο ορθόδοξου ναού σε σχήμα αναλογίου, μαρμάρινο, ξυλόγλυπτο ή μεταλλικό, με ή χωρίς κιβώριο, μπροστά στο… …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Γύρουλα (Νάξου) — Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο στο Σαγκρί της Νάξου δημιουργήθηκε ένα μουσείο, με σκοπό να στεγάσει τα αρχιτεκτονικά μέλη των μνημείων που δεν εντάχθηκαν στην αναστήλωση, καθώς και τα ευρήματα που υποδεικνύουν την ιστορία του ιερού. Το μουσείο, που… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Εκατονταπυλιανής Πάρου — Η εκκλησία της Εκατονταπυλιανής (ονομασία που πήρε από τις εκατό πύλες που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε) ή Καταπολιανής (που σημαίνει κατά την πόλη, δηλαδή προς το μέρος της αρχαίας πόλης) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνίνι, Τζαν Λορέντσο — (Gian Lorenzo Bernini, Νάπολη 1598 – Ρώμη 1680). Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης, ζωγράφος και σκηνογράφος. Είναι, μαζί με τον Μπορομίνι και τον Ρούμπενς ένας από τους μεγάλους δημιουργούς του μπαρόκ. Εκτός από μια σύντομη περίοδο τον πρώτο καιρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”